- αυθωρ(ε)ί
- επίρρ. немедленно; тут же, сразу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοινοδημεί — (Α) επίρρ. (κατά το λεξ. Σούδα) με τον τρόπο τού κοινοδημίου*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοδήμ ιον + επιρρμ. κατάλ. εί, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. αυθωρ εί, ηρεμ εί)] … Dictionary of Greek